καχυπότοπος

καχυπότοπος
κᾰχ-υπότοπος, ον, = foreg., Pl.Phdr.240e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καχυπότοπος — καχυπότοπος, ον (Α) καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑπότοπος «φιλύποπτος»] …   Dictionary of Greek

  • καχυπότοπος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχυποτόπους — καχυπότοπος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”